υψίφωνος

υψίφωνος
soprano

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υψίφωνος — η, ο 1. αυτός που έχει την πιο υψηλή στη μουσική έκταση φωνή. 2. ως ουσ., υψίφωνος, ο τενόρος, υψίφωνος, η σοπράνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψίφωνος — Βλ. λ. σοπράνο. * * * η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει την πιο υψηλή, την πιο οξεία στην μουσική έκταση φωνή 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υψίφωνος αοιδός τού λυρικού θεάτρου, η σοπράνο και ο τενόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φωνος… …   Dictionary of Greek

  • σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… …   Dictionary of Greek

  • Πάτι, Αντελίνα — (Patti, Adelina, Ισπανία 1843 – Αγγλία 1919). Ιταλίδα υψίφωνος. Κόρη του τενόρου Σαλβατόρε Π. και της υψιφώνου Κατερίνας Μπαΐλι. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1859 στη Νέα Υόρκη και πολύ σύντομα επισκίασε όλες τις συναδέλφους της. Είχε φωνή… …   Dictionary of Greek

  • Στολτς — (Stolz). Επώνυμο δύο αοιδών. 1. Ροζίνα. Γαλλίδα μεσόφωνος(1815 1903). Το πραγματικό της όνομα ήταν Βικτωρίνη Νοέλ (Noël). Χρησιμοποιούσε και τα ψευδώνυμα Τερνώό (Ternaux) και Ελοΐζ (Heloise). Διετέλεσε μόνιμο στέλεχος του μελοδράματος του… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλας, Μαρία — (Νέα Υόρκη 1923 – Παρίσι 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της υψιφώνου Mαρίας Kαλογεροπούλου. Σπούδασε στο Ωδείο Aθηνών και στη συνέχεια στη Nέα Yόρκη. Tο 1942, στην πρώτη της εμφάνιση στην Eθνική Λυρική Σκηνή με την Kαβαλερία Pουστικάνα, κατέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • καστράτο — (castrato). Άνδρας υψίφωνος, ο οποίος υποβάλλεται σε ευνουχισμό (castratus σημαίνει ευνουχισμένος) πριν από την εφηβεία προκειμένου να διατηρηθεί η έκταση της άλτο ή σοπράνο φωνής του. Ο συνδυασμός του λάρυγγα ενός νεαρού αγοριού με το στέρνο και …   Dictionary of Greek

  • πριμαντόνα — η (λ. ιταλ.), πρώτη κυρία, υψίφωνος μελοδραματικού θεάτρου, αλλ. πρωταγωνίστρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”